- παννυχίως
- Αεπίρρ. βλ. παννύχιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παννυχίως — παννύχιος all night long adverbial παννύχιος all night long masc acc pl (doric) παννύχιος all night long adverbial παννύχιος all night long masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παννύχιος — ίη, ον, Α θηλ. και ος, ΜΑ αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα ή που γίνεται καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας («ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον, καὶ τοῡτο καίεται παννύχιον», Ηρόδ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) παννύχιον καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας («οὐ χρὴ… … Dictionary of Greek